16 Φεβρουαρίου 2022

5η Συνάντηση (17/2/2022)

 

Philip Glass - String Quartet No. 3 "Mishima" , VI. Mishima/Closing (επιλογή Βασίλη Τριγωνίδη)




Ο αρχιτέκτονας, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής και συγγραφέας κ. Γιάννης Βαϊτσαράς εισηγήθηκε το θέμα: Το Ωραίο στην Ψυχανάλυση





Ο Βασίλης Τριγωνίδης εισηγήθηκε το θέμα: Η ωραία περιπλάνηση στο δέος και τη μελαγχολία του Caspar David Friedrich

Συμπληρωματικά ο Βασίλης Τριγωνίδης μας πρότεινε:



Ο Γιώργος Αποστολίδης συντόνισε τις εισηγήσεις και την συζήτηση.




15 Φεβρουαρίου 2022

Έρωτα αγαπημένε

 

Γλυνιαδάκη Κρυστάλλη

[Του Αγίου Βαλεντίνου ανήμερα]


Τα όμορφα πράγματα αυτού του κόσμου πρέπει να γιορτάζονται.
Τα όμορφα, νεαρά κορίτσια
τα μακριά μαλλιά τους, το δέρμα τους
που είναι ελαστικό κι ευωδιάζει
τα δυνατά τους δάχτυλα και τα γερά
τους κόκαλα μέσα απ’ τους λεπτούς,
αθλητικούς μηρούς τους.

Τον καθαρό αέρα, αύρα θαλασσινή,
το χρυσαφένιο φως που απλώνεται μετά τη βροχή και
διαπερνά μπετόν και παραθυρόφυλλα
το εκτυφλωτικό λευκό που αναδίνουν τα μάρμαρα.
Τους συνταξιούχους αρχιτέκτονες αυτού του κόσμου
που σπούδασαν στο Παρίσι
κι εν μέσω κρίσης πλησιάζουν και σου ζητούν
πέντε ευρώ, μ’ αξιοπρέπεια,
για ένα ρολόι, ντυμένοι σα να πήγαιναν δουλειά
με ό,τι δύναμη τούς έχει απομείνει, φωνή
κάτι λιγότερο από σταθερή, μα περήφανη ακόμα
σα να σου λέει: εδώ είμαι ακόμα, προσπαθώ
σαν άνθρωπος να ομορφύνω αυτόν τον κόσμο
σαν τα κορίτσια που το κάνουν ασυνείδητα, εγώ
το κάνω ταπεινά και στα εβδομήντα.









Επιλογές Ανδρέα Γκένιου

08 Φεβρουαρίου 2022

Εγκέφαλος και κοινωνία διαμορφωτές του Ωραίου;

Δύο video σχετικά με το ζητούμενο θέμα μας για σκέψη και συζήτηση.                    Αν θέλετε, μπορείτε να ενεργοποιήσετε ελληνικούς υπότιτλους.


Τι κάνει κάτι ωραίο;


Πώς ο εγκέφαλoς αποφασίζει τι είναι όμορφο;

01 Φεβρουαρίου 2022

E.H. Gombrich, Το βασίλειο της ομορφιάς

 ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ

 Η τέχνη συνειδητοποίησε την ελευθερία της στα εκατό χρόνια ανάμεσα στο 520 και το 420 π.Χ. περίπου. Προς το τέλος του πέμπτου αιώνα, οι καλλιτέχνες είχαν απόλυτη συναίσθηση της δύναμης και της μαστοριάς τους. Το ίδιο συνέβαινε και με το κοινό. Μόλο που οι καλλιτέχνες θεωρούνταν ακόμη βιοτέχνες, και παρά το γεγονός ότι τους καταφρονούσε ίσως η «υψηλή κοινω­νία», ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος του κοινού άρχισε να ενδιαφέρεται για τη δουλειά τους αυτή καθεαυτή, και όχι μόνον εξαιτίας του θρησκευτικού ή του πολιτικού της ρόλου. Οι άνθρωποι έκαναν σύγκριση ανάμεσα στις αρετές των «σχολών», δηλαδή στη μέθοδο, στο ύφος και στην παράδοση που διαφορο­ποιούσαν τους καλλιτέχνες των διαφόρων πόλεων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σύγκριση και ο συναγωνισμός ανάμεσα στις σχολές παρακινούσε τους καλλιτέχνες να εντείνουν αδιάκοπα τις προσπάθειές τους και βοηθούσε στη δημιουργία αυτής της ποικιλίας που τόσο θαυμάζουμε στην ελληνική τέχνη. [...]

        Η γλυπτική και η ζωγραφική αυτής της περιόδου, που αρχίζει με τη γενιά που διαδέχεται τον Φειδία, έχουν την ίδια χάρη και άνεση. Η Αθήνα πολε­μούσε τότε με τη Σπάρτη, και ο φοβερός εκείνος πόλεμος ήταν το τέλος και της δικής της ευημερίας, και της ευημερίας ολόκληρης της Ελλάδας. Το 408 π.Χ., κατά τη διάρκεια μιας σύντομης ανακωχής ένα γλυπτό κιγκλίδωμα προστέθη­κε στον μικρό ναό της θεάς της νίκης, απάνω στην Ακρόπολη. Τα γλυπτά και η διακόσμηση του ναού της Άπτερης Νίκης φανερώνουν μια μεταβολή στο γούστο, μια στροφή προς τη λεπτότητα, που χαρακτηρίζει και τον υπόλοιπο ιωνικό ρυθμό. Τα γλυπτά αυτά είναι οικτρά ακρωτηριασμένα, αλλά θα ήθελα, παρ’ όλα αυτά, να παραθέσω μια φωτογραφία για να δείξω πόσο όμορφη εξακολουθεί να είναι η τσακισμένη αυτή μορφή, ακόμη και δίχως κεφάλι και χέρια. Παριστάνει ένα κορίτσι, μια από τις θεές της νίκης, που σκύβει, καθώς περπατά, για να δέσει το πέδιλό της. Με πόση χάρη έχει αποδώσει ο γλύπτης αυτό το ξαφνικό σταμάτημα και πόσο απαλά mi πλούσια σκεπάζουν το όμορφο κορμί οι λεπτές πτυχές! Βλέποντας τέτοια έργα, καταλαβαίνουμε πως ο καλλιτέχνης είχε την ικανότητα να κάνει ό,τι ήθελε. Δεν πά­λευε πια με κανενός είδους δυσκολίες για να παραστήσει την κίνηση ή τη βράχυνση. Αυτή όμως η άνεση και η δεξιοτεχνία τον έκαναν ίσως να νιώθει και περισσότερη αυτεπίγνωση. [....] Στη ζωφόρο του ναού της Νίκης διαφαίνεται ίσως για πρώτη φορά μια αλλαγή στάσης. Αυτός ο καλλιτέχνης ήταν -δικαιολογημένα- περήφανος για τις τεράστιες ικανότητές του. Έτσι, άλλαξε σιγά σιγά, κατά τη διάρκεια του τέταρτου αιώνα, η αντιμετώπιση της τέχνης. Τα φειδιακά αγάλματα των θεών ήταν ξακουστά σ’ όλη την Ελλάδα για τον τρόπο με τον όποιο παρίσταναν τους θεούς. Τα μεγάλα όμως γλυπτά του τέταρτου αιώνα χρωστούσαν τη φήμη τους περισσότερο στο γεγονός ότι ή­ταν ωραία έργα τέχνης. Οι καλλιεργημένοι Έλληνες συζητούσαν πια για τη ζωγραφική και τη γλυπτική όπως για την ποίηση και το θέατρο∙ επαινούσαν τα έργα για την ομορφιά τους ή διαφω­νούσαν με την μορφή τους και την αντίληψη που τα είχε υπαγορεύσει.

        Ο μεγαλύτερος γλύπτης της επο­χής, ο Πραξιτέλης, ήταν πάνω απ’ όλα ξακουστός για τη γοητεία του έργου του και τη γλυκιά και θελκτική έκφραση των γλυπτών του. [...] Παριστάνει τον Ερμή να κρατά τον μικρό Διόνυσο αγκαλιά και να παίζει μαζί του. Στο έργο του Πραξιτέλη δεν υπάρχει πια ίχνος ακαμψίας. Ο θεός στέκει μπροστά μας σε μιαν αβίαστη στάση, που δεν μειώνει ωστόσο το μεγαλείο του. Αν όμως εξετάσουμε τον τρόπο με τον όποιο κατόρθωσε ο Πραξιτέλης να δώσει αυτή την εντύπωση, αρχίζουμε να καταλαβαίνου­με πως, ακόμη και σε τούτη την περίπτωση, τα διδάγματα της αρχαίας τέχνης δεν έχουν λησμονηθεί. Και ο Πραξιτέλης επίσης φροντίζει να μας δείξει τους αρμούς του σώματος, να μάς κάνει να καταλάβουμε, όσο σαφέστερα γίνεται, τη λειτουργία του. Όλα αυτά όμως είναι τώρα σε θέση να τα κάνει χωρίς να γίνεται το άγαλμα άκαμπτο και άψυχο. Μπορεί να δείξει τους μυς και τα οστά να φουσκώνουν και να κινούνται κάτω από το απαλό δέρμα, μπορεί να δώσει την αίσθηση ενός ζωντανού σώματος με όλη τη χάρη και την ομορφιά του. Πρέπει ωστόσο να συνειδητοποιήσουμε πως ο Πραξιτέλης και οι άλλοι Έλληνες καλλιτέχνες έφτασαν στην ομορφιά μέσ’ από τη γνώση. Κανένα ανθρώπινο σώμα δ
εν είναι τόσο συμμετρικό, τόσο καλοφτιαγμένο και όμορφο όσο τα αγάλματά τους. Ο κόσμος συχνά νομίζει πως οι Αρχαίοι Έλληνες γλύπτες μελετούσαν πολλά μοντέλα και διάλεγαν μόνον όσα από τα χαρακτηριστικά τούς άρεσαν∙ πως αντέγραφαν προσεχτικά, σε πρώτο στάδιο, τη μορφή ενός πραγματικού ανθρώπου κι έπειτα τον εξωράιζαν, παραλείποντας τις ατέλειες ή τα χαρακτηριστικά που δεν συμφωνούσαν με τη δική τους ιδέα για το τέλειο σώμα. Λένε πως οι ’Αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες «εξιδανίκευαν» τη φύση, όπως ο φωτογράφος «ρετουσάρει» ένα πορτρέτο σβήνοντας τα ψεγάδια. Μια «ρετουσαρισμένη» όμως φωτογραφία κι ένα εξιδανικευμένο άγαλμα χάνουν συνήθως και το χαρακτήρα και το σφρίγος τους. Έχουν αφαιρεθεί και επαλειφθεί τόσα πράγματα, ώστε δεν μένει πια παρά ένα ωχρό φάντασμα του αρχικού μοντέλου. Ο τρόπος με τον όποιο αντιμετώπιζαν τα πράγματα οι Αρχαίοι ήταν εντελώς αντίθετος. Σε όλους αυτούς τους αιώνες, οι καλλιτέχνες για τους οποίους μιλήσαμε προσπάθησαν να εμφυσήσουν όλο και περισσότερη ζωή μέσα στο παλιό κέλυφος. Την εποχή του Πραξιτέλη, η μέθοδός τους έδωσε τους πιο ώριμους καρπούς της. Τα παλιά πρότυπα άρχισαν να κινούνται και ν’ ανασαίνουν στα χέρια του επιδέξιου γλύπτη. Στέκουν μπροστά μας σαν αληθινά αν­θρώπινα πλάσματα, που ανήκουν όμως σ’ έναν διαφορετικό, καλύτερο κόσμο. Και δεν είναι πλάσματά από έναν διαφο­ρετικό κόσμο επειδή οι Έλληνες ήταν υγιέστεροι ή ωραιότεροι από τούς άλ­λους ανθρώπους -δεν έχουμε λόγους να το πιστεύουμε- αλλά επειδή η τέχνη είχε φτάσει εκείνη τη στιγμή σ’ ένα ση­μείο όπου οι τύποι και τα ατομικά χαρα­κτηριστικά ισορρόπησαν σε μια νέα και λεπτή στάθμιση.

    [...] Από τα φημισμένα κλα­σικά αγάλματα της Αφροδίτης, το πιο γνωστό είναι ίσως η Αφροδίτη της Μή­λου. [...] Το άγαλμα ήταν φτιαγμένο για να το βλέπουμε από το πλάι (η Αφροδίτη άπλωνε τα χέρια της προς τον Έρωτα). Θαυμάζουμε κι εδώ τη διαύγεια και την απλότητα με την οποία ο καλλιτέχνης έπλασε το ωραίο σώμα, τον τρόπο με τον οποίο υπογράμμισε τα κύρια μέρη του, χωρίς ποτέ το έργο να γίνει τραχύ ή ασαφές.

        Βέβαια, αυτή η μέθοδος, που γεννούσε την ομορφιά ζωντανεύοντας προ­οδευτικά μια γενική, σχηματική μορφή ωσότου η επιφάνεια του μαρμάρου έμοιαζε να ζει και ν’ ανασαίνει, είχε ένα μειονέκτημα. Μπορούσε, ενδεχομέ­νως, να πλάσει πειστικούς ανθρώπινους τύπους· ήταν όμως δυνατόν να παραστήσει πραγματικά εξατομικευμένους ανθρώπους; Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, η ιδέα της προσωπογραφίας δεν απασχόλησε τους Έλληνες πριν από τα τέλη του τέταρτου περίπου αιώνα. Αναφέρονται βέβαια προσωπογρα­φίες που είχαν γίνει παλαιότερα, αλλά αυτά τα αγάλματα δεν έμοιαζαν και τόσο με το πρότυπό τους. Η προσωπογραφία ενός στρατηγού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μιαν εικόνα ωραίου στρατιώτη με περικεφαλαία και ράβδο. Ο καλλιτέχνης δεν αναπαράσταινε ποτέ το σχήμα της μύτης του, τις ρυτίδες του μετώπου του ή την προσωπική του έκφραση. Είναι ένα παράξενο φαινόμενο, που ακόμη δεν το έχουμε εξετάσει, το ότι οι Αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες, στα έργα που είδαμε, απέφευγαν να δώσουν στα πρόσωπά κάποια ιδιαίτερη έκφραση. Το πράγμα είναι ακόμη πιο εκπληκτικό αν συλλογιστεί κανείς ότι εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε πρόχειρα ένα πρόσωπο σ’ ένα κομμάτι χαρτί χωρίς να του δώσουμε μιαν ο­ρισμένη -αστεία συνήθως- έκφραση. Τα κεφάλια των αγαλμάτων ή τα ζω­γραφισμένα πρόσωπα του πέμπτου αιώνα δεν είναι βέβαια ανέκφραστα, δεν μοιάζουν δηλαδή πληκτικά ή κενά, αλλά τα χαρακτηριστικά τους δεν φαίνεται να εκφράζουν ποτέ κάποιο έντονο συναίσθημα. Οι μεγάλοι αυτοί τεχνίτες χρησιμοποιούσαν το σώμα και τις κινήσεις του για να εκφράσουν εκείνο που ο Σωκράτης αποκαλούσε «λειτουργία της ψυχής», επειδή διαισθάνονταν πως οι διακυμάνσεις στα χαρακτηριστικά θα παρα­μόρφωναν και θα χαλούσαν την απλή αρμονία του προσώπου.[...]


από το E.H. Gombrich,Το χρονικό της Τέχνης, MIET

Στην Πινακοθήκη Κωνσταντίνου Ξενάκη

Ενθύμιο της συνάντησής μας στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Σερρών-Πινακοθήκη "Κωνσταντίνος Ξενάκης" (16-6-2022), όπου είχαμε την χαρά...